- λαχανοκομία
- η овощеводство, огородничество
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαχανοκομία — Κλάδος της κηποκομίας με αντικείμενο την καλλιέργεια εδώδιμων ποωδών φυτών (λαχανικών). Παλαιότερα, η παραδοσιακή κηπευτική καλλιέργεια λαχανικών περιοριζόταν σε μικρά τεμάχια γης, τους λαχανόκηπους, εμφανίζοντας οικογενειακές συνθήκες… … Dictionary of Greek
λαχανοκομία — η κλάδος της βοτανικής που ασχολείται με τη μελέτη και την καλλιέργεια των λαχανικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυτόχωμα — το, Ν (γεωπ.) μίγμα χώματος ή αδρανών υλικών με αποσυντεθειμένες ή υποκείμενες σε αποσύνθεση οργανικές ουσίες ζωικής ή φυτικής προέλευσης, το οποίο χρησιμοποιείται ως βελτιωτικό τού εδάφους στη λαχανοκομία και την ανθοκομία … Dictionary of Greek
Καρελία — (Kareliya). Αυτόνομη δημοκρατία (172.400 τ. χλμ., 756.400 κάτ. το 2002) της βορειοδυτικής Ρωσίας με πρωτεύουσα το Πετροζαβόσκ (Petrozavodsk, 282.100 κάτ. το 2000). Συνορεύει στα Δ με τη Φιλανδία και στα Β βρέχεται από τη Λευκή θάλασσα. Ιδρύθηκε… … Dictionary of Greek